Παρουσιάζοντας το έργο του ποιητή Σωτήρη Κακίση / 2009

Εγκώμιον της Ουσίας.

Λέγομαι Δημήτρης Χαλαζωνίτης. Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Είμαι ο αναγνώστης. Που διαβάζει. Όσο πιο πολύ μπορεί. Γιατί πιστεύει ότι η λογοτεχνία είναι μια από τις σημαντικότερες, αν όχι η μόνη, μορφή ηθικής ασφάλειας που διαθέτει μια κοινωνία. Ότι είναι το μόνιμο αντίδοτο στη λογική του αλληλοσπαραγμού, το καλύτερο επιχείρημα εναντίον κάθε είδους μαζικής ισοπεδωτικής λύσης -αν μη τι άλλο, γιατί η ανθρώπινη ποικιλία αποτελεί το κατ' εξοχήν υλικό της και το λόγο της ύπαρξης της. Και τελικά απαραίτητος όρος του ζωτικότερου αιτήματος: της Ελευθερίας. Και έχω την τύχη να είμαι φίλος του Ποιητή. Με την νόμιμη προκατάληψη, όχι γιατί γνωρίζω όλες τις λέξεις του, αλλά γιατί γνωρίζω τον ίδιο πίσω από αυτές. Έτσι ό,τι πω σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τις επουράνιους λεωφόρους της πασικατέχουσας λογοτεχνικής κριτικής, αλλά με τα επίγεια μονοπάτια μιας γνωριμίας. Γιατί αυτό το σπουδαίο μου χάρισε ο Σωτήρης και όπως γράφει ο ίδιος: « όσο διαρκεί η μικρή κατανόηση εγώ θα σκύβω το κεφάλι μου, θα καίγομαι ο κακομοίρης».

1978. Είμαι δεκαεννιά χρονών και ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω οδοντιατρική. Τα πρώτα ουσιαστικά βήματα στην ελευθερία και τη γνώση. Τα χρόνια εκείνα, έτσι όπως είναι τα πράγματα, οι περισσότεροι δρόμοι οδηγούν στα αμφιθέατρα στα μπαρ και στα βιβλιοπωλεία. Τα δύο πρώτα τα έχω εύκολα. Στα τρίτα κοντοστέκομαι. Έξω από τις πόρτες του Ραγιά, του Κοτζιά και του Μπαρμπουνάκη. Ορθάνοιχτες χάσκουν σαν το στόμα του δαιμονικού προσώπου μιας άλλης γνώσης, που δεν ξέρω αν μου χαμογελά ή μου δείχνει τα δόντια της. Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό. Μπαίνω και ...χάνομαι. Αισθάνομαι σαν «το γυφτάκι στην Πανεπιστημίου», όπως τραγουδά και ο φίλος μας ο Τζιμάκος. Από που ν' αρχίσω; Από την ποίηση μου φωνάζει ένα κείμενο του Ιωσήφ Μπρόντσκι, που μόλις έχω διαβάσει. Όχι μόνο γιατί «είναι ο ποιο περιεκτικός και συμπυκνωμένος τρόπος να μεταδώσουμε την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά και γιατί παρέχει το υψηλότερο δυνατό υπόδειγμα για όλες τις γλωσσικές λειτουργίες -ιδίως τις γραπτές». Ωραία, αλλά να είναι και στα μέτρα μου. Κάτι που να ξεκινάει μαζί μου. Και βλέπω τα «Τραμάκια». Μικρά και προσιτά. Τι έχει εκδοθεί το 1978; Διαλέγω «Τα Σύρματα» κάποιου Σωτήρη Κακίση. Τον διαλέγω από το όνομα. Δεν ξέρω αν είναι το αληθινό του ή ψευδώνυμο, που λογοπαίζοντας θέλει να τσιγκλήσει. Πάω σπίτι και αρχίζω το διάβασμα. Και με ταλαιπωρεί. Με ταλαιπωρεί αφάνταστα. Από τότε μέχρι σήμερα. Γιατί ό,τι διαβάζω μέσα σε αυτό το βιβλίο, αλλά και σε όσα ακολουθήσουν και αξίζει την προσοχή μου, είναι ό,τι το χωρίζει από τις ανάγκες του μέσου αναγνώστη και την μονοτονία της επίσημης κριτικής. Είναι μοντέρνο όχι γιατί περιφρονεί τον παραδομένο λόγο, αλλά γιατί, χωρίς να είναι επιεικές μαζί μου και μη επιθυμώντας την δική μου επιείκεια, μου ζητάει κάτι ακόμα πιο εγωιστικό: μου ζητάει να είμαι έξυπνος.

Είναι σνομπ; Είναι εγωκεντρικός, ακατανόητος; Η ποίηση στα Σύρματα αλλά και στο επόμενο, στη «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου», έμοιαζε να είναι ένα υπερβολικό παράδειγμα πρόζας, που μόνο κατά τύχη μπορούσε να φανερώσει τα απομεινάρια κάποιων μελωδικών ψιθύρων. Στην πραγματικότητα όμως αυτή είναι η τέχνη του, που η γοητεία της μοιάζει να γεννιέται στο σκοτάδι και η αξία της να ακολουθεί μια ροή από λέξεις που έπαψαν να είναι φανταχτερές για χάρη μιας γεροντικής σοφίας ή μιας παιδικής αφέλειας. Ενός οργίλου, άχρονου παιδιού που εκμεταλλεύεται το ότι δύο αιώνες στόμφου, έπαρσης και περιττής πολυτέλειας, μας έκαναν να αντιπαθούμε την ποίηση σαν να ήταν καμιά επιδημία, για να μας εμπιστευθεί μια νέα μορφή κειμένου, φτωχή ίσως σε σκοπιμότητες, αλλά πλούσια σε χάρη και αυθάδεια. Εγκαταλείψτε για λίγο την αλήθεια των λέξεων και ασχοληθείτε με την ομορφιά των ιδεών, μοιάζει να μας επαναλαμβάνει. Στο βασίλειο της ευαισθησίας υπάρχει ακόμα χώρος για τους ευφυείς.

Και αρχίζω να τον παρακολουθώ, πίσω από την «Σάηλεντ Γούμαν», πίσω από «Γούνες Γυναικείες» και «Αρώματα», σε «Μέρη που Χάσανε τη Μαγεία τους», εκεί όπου «Οι Ξανθιές το Γλεντάνε», στις «Λαϊκές Αγορές» προσπαθώντας να μαζέψω το χρυσάφι που πετάει στον αέρα. Είναι Μεταπολίτευση. Θα έπρεπε να διαβάζω Μπρεχτ και την «Καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Και το κάνω. Αλλά με πιάνω να παραμονεύω και την επόμενη και ελλοχεύουσα έκδοση του Κακίση. Και όταν νεαρός και ορμητικός αγκιτάτορας ανεβαίνω στο αμφιθέατρο να δημηγορήσω, εκεί δίπλα μου ο στίχος του Σωτήρη μου κλείνει το μάτι ψιθυρίζοντας:

να μιλάς χωρίς να διαλέγεις τις λέξεις σου. υπάρχει φόβος κάτι τις να μην το πεις ποτέ και να μην βάλεις αυτό τον ήχο πλάι σ' εκείνο το σύμφωνο, όπως σε πρόλαβε ο προηγούμενος πεθαμένος κι ησύχασε. επίσης άμα τον βρίσκεις να τον τραγουδάς κιόλας και να προσέχεις τη φωνή σου που βγαίνει και θέλει ένα τόσο δα πηδηματάκι για ν' απλωθεί. πρέπει να στα θυμίζω γιατί θα πεθάνεις.

Τα ποιήματα του είναι εξομολογήσεις που δεν τις υπαγορεύει το σώμα αλλά το μυαλό. Γιατί αυτός ο απλοϊκός περίγυρος των γεγονότων και των αντικειμένων, αυτός ο κόσμος που η ψυχή καταφεύγει στη σκιά του, μόνο τα παιχνίδια του μυαλού μπορούν να τον πιάσουν στο δόκανο τους. Και αυτός ο κόσμος είναι για τον Κακίση ένας χώρος άπειρης μελαγχολίας όπως ο Παράδεισος ή η παιδική ηλικία. Επιλέγει την ειρωνεία και φίλους με χιούμορ σαν τον Woody Allen, τον Buster Keaton, τον James Thurber, μα και τον πλανόδιο γυρολόγο ανατροπέα Πανούση (που θα τους γνωρίσω αργότερα στις μεταφράσεις του και στη ζωή του), το αλάτι της ζωής δηλαδή. Στους στίχους του ακούς το εναρκτήριο εκείνο φτερούγισμα που φυτρώνει σε ένα χαμόγελο, ενίοτε σχεδόν γέλιο. Γιατί ο Κακίσης είναι διατεθειμένος να φορτωθεί, να σε απαλλάξει δηλαδή, από όλα τα κακά του κόσμου. Γνωρίζει καλά όλα τα σακατέματα και τις ασχήμιες που οι άνθρωποι ξέρουν να προκαλούν στους εαυτούς τους και τους γύρω τους. Μα είναι παιδί και θα αναζητά πάντα τον φίλο του, εκείνο το άλλο παιδί που ζούσε στη χώρα των θαυμάτων, που ήξερε ακόμα να γελάει, να παίζει με σαύρες, να κάνει ζαβολιές.

Και έτσι κατάφερε και το άλλο: να με πάρει από το χέρι, να με πάει να με γνωρίσει σε άλλους φίλους του. Να παίξω και μαζί τους: τον πυροτεχνουργό τον Γιώργο τον Μαρκόπουλο, τον τα πάντα ποιούντα Νίκο Χουλιαρά, τον Χρήστο Βακαλόπουλο της συγκίνησης , τον ευπατρίδη και φαρμακερό Γιάννη Βαρβέρη. Ο οποίος, πολλά χρόνια αργότερα μου εξήγησε το γιατί με είχε παρασύρει ο Κακίσης : «-Γιατί παιδί μου, τα ποιήματα του, στιλπνά και κάθιδρα, βολπονείως λάγνα και αειπάρθενα, τρυφερά και αδυσώπητα συνιστούν έναν ολόκληρο σύγχρονο κόσμο που αγαπάει την παράδοση, ελέγχοντας την και που μελλοντολογεί μέσα στ' όνειρο. Εδώ δεν υπάρχουν σύρματα, περιορισμοί φατριασμοί. Η είσοδος είναι ελευθέρα, μόνο που η έξοδος είναι αφεύκτως ποιητική»...

Με αυτά και μ' αυτά όμως τα χρόνια πέρασαν. 1988. Είμαι πάλι στην Αθήνα. Μια μέρα μου τηλεφωνεί η φίλη μου η Σοφία η Κιντή: «-Θα κάνουμε με ένα φίλο αθλητική εκπομπή στο κανάλι 15. Θα έλθεις να βάζεις την μουσική;» «-Ποιος είναι ο φίλος σου;» τη ρώτησα. «Ο Σωτήρης ο Κακίσης», μου απάντησε. Έκπληκτος , με συνέλαβα να της φωνάζω: «Μα τι λες; Αυτός είναι ποιητής, ένας δανδής των λέξεων. Τι δουλειά έχει με τους κλωτσιάρηδες και τους τρεχαλαντζήδες του επάρατου αθλητισμού;» «Έλα και θα δεις» μου είπε η Σοφία. Και πήγα πάλι. Και τον γνώρισα. Ψηλό, όμορφο και αγαπητικό. Καμία δηλαδή σχέση με τον ποιητή της εταζέρας και της αποστειρωμένης ουτοπίας. Και τον άκουσα να ρωτάει τον Μίμη Παπαϊωάννου και άλλους σπουδαίους του αθλητισμού, όχι την εμπνευσμένη ερώτηση: « -Πώς αισθάνθηκες όταν έβαλες το γκολ;», αλλά εκείνες τις άλλες ερωτήσεις , για την μέσα ζωή και τις αγάπες τις. Και τον άκουσα να ρωτάει τον Μίμη Χρυσομάλλη, τον Αργύρη Μπακιρτζή και άλλους σπουδαίους της τέχνης και των γραμμάτων, όχι για τα δυσθεώρητα ύψη της καλλιτεχνίας, αλλά για την έξω ζωή και τις βρισιές της. Και κάτω από τους ήχους του Γαβαλά, της Κάλλας και του Van Morrisson γίναμε φίλοι. Και πήγαμε σπίτι του και είδα όλα όσα μάζευε και τον συμμάζευαν τόσα χρόνια. Και είδα όλα τα ορατά και αόρατα περίπλοκα λαξεύματα που σκάλισαν τον ποιητή του σήμερα. Ήταν εκεί ο αναγνώστης με την κλασική ποιητική παιδεία και ο παθιασμένος με τις αθλητικές ειδήσεις παλιός αθληταράς, που ξέρει καλά την ανάγκη του παιχνιδιού. Ήταν εκεί ο κοσμικός δημοσιογράφος να ερευνά τα ενδόμυχα διακεκριμένων προσωπικοτήτων στις αναρίθμητες συνεντεύξεις που έχει πάρει για εφημερίδες και περιοδικά. Ήταν εκεί ο εκλεπτυσμένος μελομανής, ο γνώστης των καλών ταινιών και ο ερωτευμένος με τον Fellini και τον Renoir, ο φάλτσος τραγουδιστής που γράφει στιχάκια για τραγούδια κοριτσιών μα και ο ταχυδακτυλουργός των κειμένων. Ο σεναριογράφος του «Μ' Αγαπάς;» και του «Μια μέρα τη Νύχτα» του Γιώργου Πανουσόπουλου, ο ρεπόρτερ με τις παντόφλες που καταγράφει τις πιο αιματηρές και ακραίες συναισθηματικές διαπλοκές. Και ήταν εκεί ο μεταφραστής-συνομιλητής του Αλκαίου, της Σαπφώς, του Ηρώνδα, του Woody Allen, του Louis Carol, του Marcel Proust, του Carlo Collodi, του Edward Gorey και άλλων που έχουν σαν κοινό παρανομαστή την φαντασία του. Αν τον κατηγορήσει κανείς ότι ο Αλκαίος του είναι περισσότερο Κακίσης παρά Αλκαίος θα έχει απόλυτο δίκιο. Γιατί ο Κακίσης επιθυμεί να κινείται σε αυτό το είδος της μετάφρασης-εξομοίωσης, τη μετάφρασης- ολοκλήρωσης σχέσης, της μετάφρασης- συγχώνευσης με τον εαυτό του. Όταν μεταφράζει κάνει ποιητική επανεγγραφή με βάση την γλώσσα που επέλεξε και της παραμένει πιστός σε όλη τη διάρκεια του συγγραφικού του ταξιδιού. Για να το πω απλά, είναι όλοι εκεί, μέσα στο δωμάτιο και συζητάνε και στην μέση είναι ο επίσημος διερμηνέας τους ο Σωτήρης Κακίσης να τους μιλά κατά πρόσωπο χωρίς ιερό δέος, χωρίς θρησκευτικό σεβασμό αλλά με την αγάπη εκείνη που τους ξαναδίνει σάρκα και οστά, που ξαναεμφανίζει τις αρτηρίες πάλλουσες από αίμα, τα στίγματα στο δέρμα και τις συγκινήσεις ανθρώπων που κάποτε είχαν υπάρξει και υπάρχουν πάλι με την δική του φωνή και γλώσσα.

Γιατί ο Σωτήρης έχει μαζί τους την ίδια ανεκπλήρωτη επιθυμία, την ίδια ανεκδήλωτη ανάγκη να ξανασυνδεθούν τα νήματα της παράδοσης με τα καθημερινά μας μπερδέματα, με το χαμένο γέλιο, με την μουσική που υπάρχει στη φωνή της αιώνιας αγαπημένης του Κάλλας. Και να το καταφέρουμε όλοι μαζί σαν οι εκδικητές του Καλού! Και αργά το βράδυ θα κάτσει πάλι να γράψει τις «Ιστορίες Όλων». Θα ανοίξει το εικονοστάσι αυτών των αγίων του, θα μπει απρόσκλητος στις ζωές τους και κάποιες φορές θα πάρει και τις θέσεις τους, θα τους υποδυθεί σαν άλλος θεατρίνος, αμφισβητώντας την αυθυπαρξία της μορφής τους. Και σε αυτό θα οφείλεται η γοητεία των στιχων του:

«είμαι ελέφαντας. τρώω χόρτα σ' έναν κόσμο μέσα σφαγής. ας είμαι ο δυνατώτερος, ο πιο γερός. είμαι βασιλιάς της ζούγκλας πραγματικός, γιατί ο εγωισμός μου ο μέγας πιο πέρα πάει από του λιονταριού την εγωπάθεια, απ' της λεοπάρδαλης τη χάρτινη σαν χάρτινη τίγρη καρδιά. όλα τα ζώα μαζί, αληθινά και ψεύτικα, κανονικά και φανταστικά, δεν κάνουν τον ήρεμο δράκο που είμαι, τη γλυκειά Λερναία Υδρα που σας φυλάει και δεν σας τρώει».

Δεν ξέρω αν μπορείτε να αγαπήσετε αυτή την ποίηση, όσο αγαπάει ο Κακίσης τους ανθρώπους του. Ξέρω όμως ότι αξίζει να την απολαύσετε. Και αυτή θα συνεχίσει να διακηρύττει χαμηλόφωνα τις αρετές της ευφράδειας, ή θα πραγματοποιεί στο ημίφως επιδείξεις δεξιοτεχνίας. Καταλαβαίνω ακόμα ότι ίσως με δυσπιστία, κάποιοι θα πλησιάζατε αυτή την προτίμηση προς τα τεχνάσματά του απλουστευμένου ύφους με τα άνθη μιας καλομελετημένης αυθάδειας. Ξέρω πως το συναίσθημα και το ταπεραμέντο είναι ένα είδος ταμπού για τους ποιητές και τους αναγνώστες τους που πιστεύουν απόλυτα ότι το πάθος πρέπει να οπλίζει το χέρι κάθε καλλιτέχνη όταν υπογράφει το έργο του με μια ειλικρίνεια, που όμως της λείπει εντελώς η έμπνευση. Άρα η πονηριά και η εξυπνάδα δεν είναι παρά μια χυδαιότητα που πρέπει να την καταλογίζουμε στους επιδειξιομανείς και τους καταφερτζήδες. Όμως τα Κακίσια πράγματα διαψεύδουν αυτή τη θεωρία γιατί εδώ μια λεπτή και παράξενα πολύπλοκη τέχνη φτιαγμένη από τις ιδέες και τις αποχρώσεις τους, αποδεικνύεται το ίδιο πλούσια σε συγκίνηση με ένα μελοδραματικό χείμαρρο λέξεων. Και το σημαντικότερο: λιγότερο ψεύτικη. Δεν μένει λοιπόν παρά να σας προσκαλέσω στο να ακούσετε την μουσική της. Αυτή την μουσική που ακούω χρόνια τώρα και με φέρνει σήμερα εδώ, μπροστά σας, έντρομο και ευτυχή να σας μιλάω για τον Σωτήρη Κακίση. Τον Φίλο μου.

Θα μπορούσα να πω άλλα τόσα. Γιατί έτσι είναι εντός μου. «Σαν της γης τα' άγια χώματα, η ακίνητη, απόλυτη αισιοδοξία». Γιατί έτσι είναι κι αυτός. Όπως ακριβώς το λέει ο στίχος του:

τέλος. αντέχει η καρδιά μου; αντέχει- δεν αντέχει, είμαι υποχρεωμένος με αυτή την καρδιά να συνεχίσω, με την ίδια. γιατί η ζωή είναι μικρή, κι ο θάνατος μεγάλος. λέω λοιπόν να μην κάνω πίσω, να μη προσγειωθώ, να μη σταματήσω. με την καρδιά που ξεκίνησα να βρεθώ όπου βρεθώ, με την καρδιά που έχω να σας κερδίσω, αν σας κερδίσω. αυτή μόνο η καρδιά ξέρει τα μυστικά μου, μόνο αυτή σας ξέρει κι εσάς, σας θυμάται. δεν κοιμάται: δεν κοιμάμαι ποτέ με αυτή την καρδιά, μια ζωή άγρυπνο με κρατάει, με πάει. κι αλλιώς δεν γίνεται. αλλιώς γίνεται μόνο μετά το θάνατο, μόνο μετά τη ζωή.

ΔΗΜήΤΡΗΣ ΧΑΛΑΖΩΝίΤΗΣ.

Υ.Γ. : Στην «κοιλιά του κούφιου μου αλόγου»,

όπως συνηθίζει να λέει κι ο Τζιμάκος στο τέλος των εκπομπών του πάντα,

«φιλοξενήθηκαν οι συνάδελφοι» :

Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Μαρκόπουλος,

Ευγένιος Αρανίτσης, Κατερίνα Καρπινάτο

και η Ραλλού Κυριακοπούλου,

που είναι κι αυτή μαζί μας σήμερα.